- κερούχος
- -ο (Α κεροῡχος, -ον, Α θηλ. και κερουχίς, -ίδος)νεοελλ.το αρσ. ως ουσ. ναυτ. ο κερούχοςσχοινί ή σύσπαστο μεταξύ κέρατος και στήλης ιστού, για να συγκρατεί το κέρας στη θέση τουαρχ.1. αυτός που έχει κέρατα, κερασφόρος (α. «αἴξ κεροῡχος», Βαβρ.β. «αἶγες ἐμοὶ θαρσεῑτε, κερουχίδες», Θεόκρ.)2. το αρσ. ως ουσ. ὁ κεροῡχος (ενν. κάλως)το σχοινί τής κεραίας, τής αντένας τού ιστιοφόρου.[ΕΤΥΜΟΛ. κέρας + -οῦχος (< ἔχω), πρβλ. κεφαλαι-ούχος, λεμβ-ούχος].
Dictionary of Greek. 2013.